- αελλοφόρος
- οαυτός που προξενεί την άελλα, ο αίτιος θύελλας.[ΕΤΥΜΟΛ. < άελλα + φόρος < φέρω. Η λ. πλάστηκε από τον λόγιο Περικλή Τριανταφυλλίδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άελλα — Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις Αμαζόνες, αδελφή της Κελαινούς. Αντιμετώπισε πρώτη τον Ηρακλή όταν ήρθε στη Θεμίσκυρα για να εκτελέσει τον ένατο άθλο του, δηλαδή να αφαιρέσει τον ζωστήρα της Αμαζόνας Ιππολύτης. Η Ά. σκοτώθηκε μαζί με πολλές άλλες … Dictionary of Greek